Κάπου προς τα μέσα της δεκαετίας του ‘50, η οικογένειά μου υποδέχτηκε την θεία Αγγέλα από το Λος Άντζελες.
Η θεία Αγγέλα ήταν αδελφή της γιαγιάς μου και είχε από τα χρόνια της πρώτης της νεότητας μεταναστεύσει στην Αμερική, όπου και παντρεύτηκε έναν έλληνα μετανάστη.
Το επίθετο εκείνου ήταν Φαγάς, αλλά στην Αμερική το έκανε Fagan και μαζί με τη θεία Αγγέλα απέκτησαν δυο παιδιά και μια αλυσίδα εστιατορίων.
Όταν η θεία Αγγέλα αποφάσισε το ταξίδι της επιστροφής, ήταν χήρα, οικονομικά ανεξάρτητη και τα παιδιά της μεγάλα και παντρεμένα.
Εντυπωσίασε όλους στην οικογένεια με τη χρηματική της άνεση -στη δεκαετία του ’50 οι Έλληνες ήταν ακόμα φτωχοί και σίγουρα πολλά από τα ‘θαύματα’ της Αμερικής εμείς δεν τα είχαμε. Ας πούμε δεν είχαμε τηλεόραση, ηλεκτρικές συσκευές και μεγάλα αυτοκίνητα.
Η θεία Αγγέλα έφτασε στο λιμάνι του Πειραιά με το υπερωκεάνιο ‘Βασίλισσα Φρειδερίκη’ και ο πατέρας μου είχε καταφέρει να βρει τρόπο η μητέρα μου μαζί με την αδελφή της (κι εμένα ασφαλώς) να μπούμε μέσα στο τεράστιο πλοίο και να υποδεχτούμε πρώτοι εμείς την θεία από την Αμερική.
Η θεία Αγγέλα πέρασε μαζί μας όλο το καλοκαίρι και εκτός από τα θαυμαστά που είχε φέρει στις βαλίτσες της, είχε και πολλά να μας αφηγηθεί από τη ζωή των ελλήνων που είχαν μεταναστεύσει στην Αμερική και για τις εκεί εργασιακές συνθήκες.
Πολλές από εκείνες τις αφηγήσεις πέρασαν σαν νεράκι από το μυαλό μου. Πιο πολύ με εντυπωσίασε η αυθεντική στολή του κάου-μπόυ που μου είχε φέρει και τα φανταχτερά φουστάνια της.
Αργότερα, μεγάλος πια, θα ενημερωνόμουνα για τον τρόπο που έζησαν οι έλληνες μετανάστες και για το πώς κατάφεραν -όσοι κατάφεραν- να αποκτήσουν τις περιουσίες τους.
Από εκείνη την εποχή μέχρι σήμερα έχουν πολλά αλλάξει. Η Ελλάδα έχει γίνει κι αυτή τόπος όπου προτιμούν πολλοί μετανάστες. Ο τρόπος που εμείς οι ντόπιοι τους υποδεχόμαστε ποικίλλει ανάλογα με τις πολιτικές απόψεις του καθενός μας, κυρίως από τον τρόπο που ο καθένας από εμάς πιστεύει πως τυχόν η ύπαρξη μεταναστών μπορεί να τον κάνει κάτι να χάσει ή να κερδίσει.
Πάνω από τριάντα χρονιά έχουν περάσει που φτάνανε οι πρώτοι οικονομικοί μετανάστες από τις γειτονικές μας χώρες. Και ενώ οι περισσότεροι από αυτούς έχουν πλέον απόλυτα ενταχθεί στην ελληνική κοινωνία, νέοι μετανάστες από τις χώρες της Ανατολής έρχονται.
Κανείς δεν σκέφτηκε να μιλήσει στα σημερινά παιδιά πως τον καιρό που οι παππούδες τους είχαν τη δική τους ηλικία, οι δικοί τους γονείς μεταναστεύαν σε χώρα μακρινή.
Κανείς δεν έχει φροντίσει να γράψει με τρόπο απλό για τις συνθήκες που εκείνοι οι άνθρωποι ζήσανε, είδαν τα όνειρά τους να υλοποιούνται ή να καταστρέφονται, κάποιοι από αυτούς να επιστρέφουν, κάποιοι όχι.
Η θεία Αγγέλα ήταν αδελφή της γιαγιάς μου και είχε από τα χρόνια της πρώτης της νεότητας μεταναστεύσει στην Αμερική, όπου και παντρεύτηκε έναν έλληνα μετανάστη.
Το επίθετο εκείνου ήταν Φαγάς, αλλά στην Αμερική το έκανε Fagan και μαζί με τη θεία Αγγέλα απέκτησαν δυο παιδιά και μια αλυσίδα εστιατορίων.
Όταν η θεία Αγγέλα αποφάσισε το ταξίδι της επιστροφής, ήταν χήρα, οικονομικά ανεξάρτητη και τα παιδιά της μεγάλα και παντρεμένα.
Εντυπωσίασε όλους στην οικογένεια με τη χρηματική της άνεση -στη δεκαετία του ’50 οι Έλληνες ήταν ακόμα φτωχοί και σίγουρα πολλά από τα ‘θαύματα’ της Αμερικής εμείς δεν τα είχαμε. Ας πούμε δεν είχαμε τηλεόραση, ηλεκτρικές συσκευές και μεγάλα αυτοκίνητα.
Η θεία Αγγέλα έφτασε στο λιμάνι του Πειραιά με το υπερωκεάνιο ‘Βασίλισσα Φρειδερίκη’ και ο πατέρας μου είχε καταφέρει να βρει τρόπο η μητέρα μου μαζί με την αδελφή της (κι εμένα ασφαλώς) να μπούμε μέσα στο τεράστιο πλοίο και να υποδεχτούμε πρώτοι εμείς την θεία από την Αμερική.
Η θεία Αγγέλα πέρασε μαζί μας όλο το καλοκαίρι και εκτός από τα θαυμαστά που είχε φέρει στις βαλίτσες της, είχε και πολλά να μας αφηγηθεί από τη ζωή των ελλήνων που είχαν μεταναστεύσει στην Αμερική και για τις εκεί εργασιακές συνθήκες.
Πολλές από εκείνες τις αφηγήσεις πέρασαν σαν νεράκι από το μυαλό μου. Πιο πολύ με εντυπωσίασε η αυθεντική στολή του κάου-μπόυ που μου είχε φέρει και τα φανταχτερά φουστάνια της.
Αργότερα, μεγάλος πια, θα ενημερωνόμουνα για τον τρόπο που έζησαν οι έλληνες μετανάστες και για το πώς κατάφεραν -όσοι κατάφεραν- να αποκτήσουν τις περιουσίες τους.
Από εκείνη την εποχή μέχρι σήμερα έχουν πολλά αλλάξει. Η Ελλάδα έχει γίνει κι αυτή τόπος όπου προτιμούν πολλοί μετανάστες. Ο τρόπος που εμείς οι ντόπιοι τους υποδεχόμαστε ποικίλλει ανάλογα με τις πολιτικές απόψεις του καθενός μας, κυρίως από τον τρόπο που ο καθένας από εμάς πιστεύει πως τυχόν η ύπαρξη μεταναστών μπορεί να τον κάνει κάτι να χάσει ή να κερδίσει.
Πάνω από τριάντα χρονιά έχουν περάσει που φτάνανε οι πρώτοι οικονομικοί μετανάστες από τις γειτονικές μας χώρες. Και ενώ οι περισσότεροι από αυτούς έχουν πλέον απόλυτα ενταχθεί στην ελληνική κοινωνία, νέοι μετανάστες από τις χώρες της Ανατολής έρχονται.
Κανείς δεν σκέφτηκε να μιλήσει στα σημερινά παιδιά πως τον καιρό που οι παππούδες τους είχαν τη δική τους ηλικία, οι δικοί τους γονείς μεταναστεύαν σε χώρα μακρινή.
Κανείς δεν έχει φροντίσει να γράψει με τρόπο απλό για τις συνθήκες που εκείνοι οι άνθρωποι ζήσανε, είδαν τα όνειρά τους να υλοποιούνται ή να καταστρέφονται, κάποιοι από αυτούς να επιστρέφουν, κάποιοι όχι.
Διαβάστε εδώ τη συνέχεια του άρθρου που έγραψε ο Μάνος Κοντολέων στο fractalart.gr με αφορμή την έκδοση ενός νέου βιβλίου.
Πηγή άρθρου
HardDog
Αποποίηση ευθύνης
Ο ιστότοπος είναι μια πλήρως αυτοματοποιημένη υπηρεσία συνάθροισης, ταξινόμησης και ανάρτησης συνοπτικών ειδήσεων και νέων από άλλους ελληνικούς ειδησεογραφικούς ιστότοπους, μέσω της τεχνολογίας RSS. Δεν αναλαμβάνουμε καμία ευθύνη για την επάρκεια, ποιότητα, πληρότητα ή ακρίβεια των ειδήσεων και των νέων που δημοσιεύονται. Δείτε περισσότερα στο τμήμα "Αποποίηση Ευθύνης" των Ορων Χρήσης.